συναλλαγματικός

συναλλαγματικός
-ή, -όν, ΝΑ [συνάλλαγμα, -άγματος]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συνάλλαγμα
2. το θηλ. ως ουσ. η συναλλαγματική
(εμπ. δίκ.-οικον.) έγγραφο που ανήκει στην κατηγορία τών αξιογράφων εις διαταγήν υπό τύπον ανοιχτής επιστολής η οποία περιέχει εντολή για πληρωμή ορισμένου ποσού σε ορισμένο πρόσωπο ή σε διαταγή του και σε ορισμένο τόπο
3. φρ. α) «συναλλαγματική πολιτική»
(οικον.) η διαμόρφωση τής επίσημης τιμής τού συναλλάγματος
β) «συναλλαγματικά αποθέματα» — το σύνολο τών ποσοτήτων συναλλάγματος που έχει μια χώρα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή στο οποίο περιλαμβάνονται τα υπάρχοντα ξένα τραπεζογραμμάτια, τα αποθέματα χρυσού, οι διεθνείς πιστωτικοί τίτλοι και οι πιστώσεις τού διεθνούς νομισματικού ταμείου
γ) «συναλλαγματικές διακυμάνσεις» — διαχρονική μεταβολή τής ισοτιμίας τού εθνικού νομίσματος προς τα ξένα νομίσματα
δ) «συναλλαγματική τριτεγγύηση» — εγγύηση που παρέχεται, ότι μέρος ή όλο το ποσόν μιας συναλλαγματικής θα πληρωθεί
ε) «συναλλαγματικό μονοπώλιο» — το αποκλειστικό δικαίωμα να διενεργεί κανείς πράξεις σε συνάλλαγμα
στ) «συναλλαγματικοί περιορισμοί» — το σύνολο τών μέτρων που λαμβάνονται από μια χώρα, με στόχο τον έλεγχο τών συναλλαγματικών αποθεμάτων της
ζ) «συναλλαγματική διαφορά» — η διαφορά που προκύπτει κατά το διακανονισμό ενός δικαιώματος ή μιας υποχρέωσης σε ξένο νόμισμα, όταν η αρχική τιμή τού ξένου νομίσματος είναι διαφορετική από την τιμή του την ημέρα τού διακανονισμού
η) «συναλλαγματική ισοτιμία» — η σχέση τού νομίσματος μιας χώρας προς το νόμισμα άλλης
θ) «συναλλαγματική οικονομία»
(οικον.) η οικονομία στην οποία οι ανταλλαγές γίνονται με τη μεσολάβηση χρήματος
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται σε συμβόλαιο, σε συμφωνία («συναλλαγματικὴν ποιήσασθαι τὴν λύτρωσιν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. ο σχετικός με τις εμπορικές συναλλαγές («πραγματευτικῇ τινι καὶ συναλλαγματικῇ διαθέσει», Γρηγ. Νύσσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναλλαγματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο συνάλλαγμα: Αυξήθηκαν τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναλλαγματικαῖς — συναλλαγματικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλαγματικῇ — συναλλαγματικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλαγματικήν — συναλλαγματικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • sinalagmático — (Derivado del gr. synallagma , contrato.) ► adjetivo DERECHO Se aplica al contrato que es bilateral o recí proco. * * * sinalagmático, a (del gr. «synallagmatikós», perteneciente al contrato) adj. Der. Bilateral. ⇒ *Recíproco. * * * sinalagmático …   Enciclopedia Universal

  • συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • sinalagmático — (Del gr. συναλλαγματικός, perteneciente al contrato). ☛ V. contrato sinalagmático …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”